δημοσιογραφίσκος

δημοσιογραφίσκος
ο
(με ειρωνική και περιφρονητική σημασία) ασήμαντος δημοσιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στην εφημερίδα Ραμπαγάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”